Διαδρομή

Δ ι α δ ρ ο μ ή

 

Ξεχασμένες πίσω απ’ την άκρη μιας νύχτας γεμάτης αμφιβολίες 

που ξεχωρίζει αμυδρά με το βελούδινο φως της 

δυο μικρά κι ασήμαντα στάχυα

δυο επιστροφές με σάρκα όλο αίμα και βαριές ανάσες.

Δυο, πόσο με πλήγωνε αυτός ο αριθμός.

Δυο μάτια ζωηρά γυμνή προσπέλασα 

για να διαβώ μέσ’ από νύχτες λουσμένες στ’ άστρα

στην οικουμένη των αδιάβλητων φιλιών σου.

Δυο πύργους βλέπω να στέκουν μπροστά μου

μέσα στην άνοιξη της πόλης κι ανάμεσα τους το θαμπωμένο φεγγάρι

κι εγώ.

Ολοστρόγγυλο ασημίζει τρομάζοντας τον ήλιο 

κλέβοντας επάξια τη θέση του.

Σήμερα λάμπει αλλιώτικα νομίζω.

Δυο κυπαρίσσια και πλάγιασα στον ίσκιο τους 

τη λάμψη σου η θεά τους να διώξει

γιατί το φως είναι λεπίδα κοφτερή που την ψυχή 

βαθιά κι αλύπητα την έχει χαρακώσει.

Μια θηλιά χρυσαφένια μου περάσαν στο λαιμό 

και το μάταιο που πίστεψα πως νίκησα με τραβάει 

πιο κάτω σε ένα γνώριμο γκρεμό.

Σαν παρατηρητής και όχι εγώ, 

την πτώση μου αδιάφορα έμαθα να κοιτώ

μαζεύοντας τα όνειρα που μου προσέφερε σαν να ‘ναι φυλαχτό.

Κι έπειτα δυο ξανά. Δυο νύχτες πέρασα μέσα στην τόση ερημιά.

Δυο χέρια ποθητά σαν κύμα έγλειφαν το δέρμα της ζωής μου 

ώσπου να φτάσει στον πυρήνα μου η αρμύρα τους.

Άκου, δεν έμεινε πολύς καιρός

και η σιωπή υπογραμμίζει την αναπόφευκτη πρόσκρουση.

Ο αντίλαλος της φωνής μου είναι ο φίλος που τάχτηκε να στο υπενθυμίζει. 

Άκου, δεν έμεινε πολύς καιρός 

η φωνή μου λιγοστεύει 

κι ο φίλος σου σε μια βραδιά σκοτώθηκε.

Δυο, πόσο μ’ ελάφρωνε αυτός ο αριθμός.

000

Comments (0)

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*