Μια λέξη αμετάφραστη

 

Μ ι α  λ έ ξ η  α μ ε τ ά φ ρ α σ τ η 

 

Πόσο βαθύ το προσκεφάλι σου
σέρνει τις νύχτες στον πυθμένα του το βάρος των ματιών μου
πριν προλάβουν να διαβάσουν
τ’ αθώα παραμύθια που πρόσταξες ν’ ακούσεις.
Επιλέγω τη χαράδρα που κι απόψε θα χαθώ
εφόσον σου ανήκουν, όλες ισάξια τις ποθώ.
Mια βαριά αρρώστια η αναμονή της πτώσης
κι αντίδοτο το άγγιγμα απ’ τα κομματιασμένα χέρια σου
με χάρη οδηγώντας το άοπλο κορμί μου στο τελευταίο βήμα
στου άπειρου την πλώρη ακροβατώ
πριν μια για πάντα πλεύσω στους αιθέρες.
Ποιος λαβωμένος ήλιος σ’ έβαλε στόχο να με κάνεις
και μέρα νύχτα τα χάδια σου σκορπάς
αναρωτήθηκες γιατί
οι άδειοι δρόμοι στα Πατήσια φώναξαν τ΄ όνομα σου
παραβιάσαν οι φωνές τη σκέψη
τα φανάρια κόκκινα για μήνες
σου ‘γνεψε χθες με βλέμμα ματωμένο η πλατεία
γιατί ηχούσανε τα σίδερα
γιατί σου σχίζαν την ψυχή
τα κτίρια γιατί σε κάναν φίλο, αναρωτήθηκες
γιατί δεν τους μιλάς
όταν στους τοίχους τους πιέζεις τη ζωή μου.
Για των θαυμάτων σου τα γελασμένα δάκρυα
έχω το χρόνο να νικήσω μπρος μου
κι είναι η θέση μου μονή
κενό το πρόσχημα
όλοι οι καθρέπτες που κοιτώ θυμίζουν τη φυγή σου
κι η έξοδος που έστηνα ευλαβικά
έχει αναβληθεί για την επιστροφή σου.
Μαυρίσανε τα αίματα κάτω απ’ τα βήματά μου
γελάστηκες μα το ‘μαθες πολύ αργά
και εγώ δεν είμαι πια μικρή
δεν ξεγλιστρώ απ’ τις παλάμες σου
τα κυπαρίσσια ψήλωσαν και με τρομάζουν κι αυτές οι συλλαβές σου·
πο, δε, μη, όχι. Πως να σε μεταφράσω;
Ξεπούλησα τις λέξεις σου στο πιο φτηνό παζάρι
σ’ εκείνο η αγάπη σου για μένα είχε
τον πρώτο λόγο.
Με καλωσόρισε, μου χαμογέλασε, με τάισε τη στέρφα μνήμη
και θόλωσε προσωρινά σκοπούς και μέσα.
Κι όμως, άκου καλά, ήμουν γενναία, ακούς;
Τ’ αντάλλαξα όλα,
γράμμα γράμμα δίχως ντροπή
θα είμαι ειλικρινής
ένα ψυχρό αλισβερίσι.
Τι πήρα πίσω ποτέ σου μη ρωτήσεις
απάντηση άλλωστε δεν έχω
στο άραγε αφήνω συνεχώς τα αινίγματα να λύσει
και την αλήθεια πια έχω ξεχάσει να προφέρω.
Βουτάω στο στόμα σου και γίνομαι η λίμνη που πάντα ονειρευόμουν κι εσύ
μικρή ακυβέρνητη βαρκούλα να σχίζεις τη γαλήνη που τόσο μόχθησα να κατακτήσω.
Κανείς δεν άξιζε τόση απάτη, ούτε και εγώ
ανοιγμένο τραύμα, σκέπασε τη γη με τ’ όνειρο του
τον πόνο του να κάνει γιατρειά
να μας εξιλεώσει
να δραπετεύσει η ασχήμια
ν’ ανθίσει πάλι η ομορφιά.
Κρεμιέμαι από μισά φεγγάρια και μαυρισμένους ουρανούς
χορεύω και μονολογώ καινούριες θεωρίες
με μια φωνή σχεδόν νεκρή
ζυγίζω τα αντίο μας
γέρνω ξανά στα καλημέρα
αναρωτιέσαι άραγε που να ‘ναι
τ’ άστρα που μοιραστήκαμε
να μας ξεπλύνουνε τα θαμπωμένα μάτια
τα γράμματα αναρωτήθηκες
γιατί δεν βρήκανε προορισμό
γιατί γυρίζαν όλα πάντα πίσω
γιατί γυρίζεις πάντα πίσω, αναρωτιέσαι.
Κάτι στάζει
ο ήχος της παρηγοριάς σαν είμαι μόνη
κάπου κάτι στάζει πάντα.
Κάποιος τρέχει ανάμεσα στις σταγόνες και εγώ τρέμω για να μάθω,
πάει εδώ, πάει εκεί, μήπως με πλησιάζει;
Λοιπόν γενναία πούλησα γενναία θ’ αγοράσω.
Πόσο κοστίζει άραγε ν’ αλλάξω την ψυχή μου;
Φέρτε μολύβι και χαρτί σωστά να τα υπολογίσω
σε κανένα σας δεν θέλω να χρωστώ.
Σώπασε εσύ.
Σε ποια χαράδρα σου απέμεινε ακόμα να με ρίξεις;
Αναρωτιέσαι;

 

000

Comment (1)

  1. Μαρια 3 years ago

    Με ταξιδεψες ,με συγκινησες ,εχεις την στοφα καλλιτεχνη,και ξεροντας ποσο νεαρη εισαι θα χαρω να δω εναν νεο ανθρωπο να αναζητα και να χαιρεται !

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*