Β υ θ ι σ μ έ ν η α π ό φ α σ η
Περιπλανιέμαι μόνη με καρφωμένη στο μυαλό μια αλησμόνητη ελπίδα.
Το βάρος της το ζύγισα όταν κατάματα σε είδα.
Χώνω τα χέρια μου σε βρώμικο χώμα.
Όλη μέρα κι όλη νύχτα σκάβω μια άμορφη τρύπα.
Αγκομαχώ, βαρυγκωμώ, κοιτώ τον ήλιο και τα δάχτυλα μου, ματωμένα•
Ξεχωρίζω μια σταγόνα που χρυσίζει, κυλάει ήρεμη στο δέρμα μου.
Νόμιζα πως ήξερα το δικό μου το καλό. Τι ειρωνεία.
Πάνε μέρες τώρα, μήνες ίσως και χρόνια. Ξέχασα πια να μετρώ.
Κι όλο χτυπάω όσο βαθαίνει σε έδαφος πιο μαλακό.
Κι όλο μυρίζω όσο βαθαίνει οικείο σπίτι αλλοτινό.
Κουράστηκαν τα χέρια μου θέλω να ξαποστάσω.
Κι ορκίζομαι πως μ’άρεσε η ησυχία εδώ κάτω.
Ένα χαμό πικρό μαζί της θα σκεπάσω.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως κόκκο κόκκο μέτρησα ότι απέξω της πετούσα.
Μήπως κι εσύ, θυμάσαι που ευχήθηκα ποτέ μη μάθω αν στ’ αλήθεια σ’ αγαπούσα;
Δεν έχει τέλος αυτός ο κατήφορος δεν έχει πάτο αυτή η ανάγκη.
Ότι καλό μου πρόσφερες θα θάψω.
Στην φυγή σου πια δεν καταδέχομαι καμία αμφιβολία, ξέρω από καιρό, καλά, ποιο μονοπάτι θέλησες να πάρεις.
Θάβω καρδιά αγνή, βλέμμα απογυμνωμένο από όλης της γης τα πάθη και ένα χαμόγελο μειλίχιο.
Πάνε μέρες τώρα, μήνες ίσως και χρόνια. Ξέχασα πια να μετρώ.
Κοντά στης γης τις ρίζες τα ‘κρυψα, τόσο βαθιά, να συναντήσουν το σκοπό τους
και δεν φοβάμαι πια που δεν θα βρεις ποτέ προορισμό.
Comments (2)
Πόσο υπέροχο <3
Γράφεις τέλεια! Πραγματικά με άγγιξε συνέχισε ετσι και σύντομα θα αποτελείς πηγή έμπνευσης για πολλούς…