Γένεσις

 

Γ  έ  ν  ε  σ  ι  ς

 

Εν’ άνοιγμα.
Κενό.
Δεύτερο.
Δυο πόρτες.
Χειμώνα σε ακούν
και μ’ έντυσαν λευκά πουκάμισα.
Γιατί με φώναξες;
Τι θέλεις τώρα και με βάζεις να διαλέξω;
Δεν δίνει επιλογή η εγκατάλειψη
πως να το κάνουμε
κι ας ήταν πρόχειρη.
Τα χέρια σου με συνοδεύουν
μα δεν ζεσταίνουνε το δρόμο
και δεν μου λες
που να το βρω το τόσο θάρρος;
Μισό μερίδιο μου τάξατε
τ’ αρνήθηκα κι αυτό

χιόνι
χιόνι
χιόνι

με γέμισαν και κάηκε ο ανθός

– κουβέντα για τις τύψεις σας –
μόνο κάτι παλιά σχισμένα ράμματα κρατάω
και τι να πρωτοράψω.

Χώμα που θα γεμίσει χώμα
δεν είμαστε κι εμείς;

Γιατί να μπω σε τέτοιο κόπο;
Κι άλλωστε μου περίσσεψαν και δυο γιατί
να ‘χω να κουβαλάω.
Λόγω τιμής
άλλος κανείς
δεν μένει ν’ απαντήσει
κι όσο κοιτώ τ’ αστέρια που σας γλίτωσαν
θα ξεγεννά η μνήμη άλλα τόσα.
Δυο και δυο
τέσσερα
και τέσσερις κουβέντες σας φυλάω
άτιμες λέξεις, άπονες κι άκαρπες
φτηνές και σαρκοβόρες
κι εδώ οι φήμες λέγανε
ο ουρανός δεν ξέρει από προπαίδεια
κι ας ήταν πάντα μετρημένος.
Τόσες δαγκωματιές αυτά τα ταπεινά τα σημαδάκια
κι ούτε μισή κηλίδα αίμα
να ‘χω ένα πόρισμα να προχωρώ
να πείθω τον αντίλογο.
Έπειτα με ρωτάς πως γίνεται
στα αίματα τον φόβο να ξεχειμωνιάζω
σαν να με βάζεις τώρα να διαλέξω
καινούργια αποχώρηση
μέσα από το δικό μου στόμα.
Αφήνω άλυτο τον μύθο
δεμένα τα σκοτάδια μου

βροχή

βροχή

βροχή

μουσκέψαμε αποδείξεις
κι
όλες
σου τις χαρίζω
με δυο σταγόνες άνοιξη
μου μάρανες τον κήπο.

000

Comment (1)

  1. Katerina 3 years ago

    Είναι απλά υπέροχο, όπως και εσύ.
    Πολλά συγχαρητήρια

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*