Επώδυνα απόρρητο

 

Ε π ώ δ υ ν α  α π ό ρ ρ η τ ο

 

Η νύχτα ψάχνει άσυλο μέσα στης διψασμένης γης την τελευταία σιωπηλή παράσταση
του μυαλού μου να γεμίσει τα κενά πληρώνοντας με φόβο τα χρωστούμενα.
Ξεχασμένα όχι, ξεχείλισαν τα μάτια μας, ξεχασμένα ναι.
Όλος ο κόσμος κάηκε για ένα φτηνό και μαύρο πανωφόρι
κι όσοι από εμάς επέζησαν οφείλουμε απ’ την αρχή να μάθουμε τα ξόρκια να νικάμε,
με χιόνια να σκεπάζουμε τα αίματα και της αυγής το βάρος
η μήτρα η πνιγμένη να σηκώνει με κάθε δισταγμό του χθες να ξεψυχά.
Τι ωραία μέρα για να γεννηθεί κανείς,
περασμένα χρόνια μείνετε στο χθες.
Η δύναμη που βρέθηκε στα χέρια μου και ξέθαψαν τα βάθη της απόστασης σε δυο βουνά ανάμεσα
ο ήλιος το φεγγάρι κι εγώ το μαραμένο στάχυ, απαιτώ την εξιστόρηση με πάθος
σαν από πάντα να τη δικαιούμαι, σαν να γνωρίζω από πριν το τέλος μας, απαιτώ.
Το κοίλωμα της χούφτας είναι παρήγορο,
γεμίζει κι αδειάζει,
με σοφία με χτυπά κι έπειτα μ’ αγκαλιάζει.
Δεν χωρούσε ο θάνατος μέσα του, καθαρό κι ολόγυμνο, μύριζε κάτι αλλόκοτο
κάτι εντελώς τυχαίο, που ανάβλυζε ασταμάτητα μνήμες, θαμμένα μυστικά
και μια φωνή που ψιθυρίζει ιστορίες για Πούλιες κι Αυγερινούς, για σιντριβάνια ανοιξιάτικα χρυσά,
για κάτι πόνους κι ενοχές μ ‘ένα τραγούδι π’ άνοιγε λέει τις άγριες ομορφιές του παραδείσου της.
Να εδώ θα τις αφήσω, επάνω στο υγρό σου το προσκέφαλο, κοιμήσου τώρα.
Μακρινό μου μαξιλάρι,
τα παράπονα και τα δάκρυα τις νύχτες των θλιμμένων κεραυνών μέτρησες πάλι,
όπως τα βήματά της τα σεμνά που βάραιναν της λερωμένης μου ψυχής τα πιο απόμερα
τα μονοπάτια και λάκκο λάκκο η βροχή με γέμισε κι εκείνη περπατούσε
και το κερί που κράταγε οι λυσσασμένοι άνεμοι της δόλιας ύπαρξής μου σβήσανε με μανία·
ο τελευταίος στεναγμός.
Κάνε με να κλάψω ξανά για σένα, για μας, ρούφηξε μέσα σου της λησμονιάς τα βογκητά,
να ρέουν οι ευχές σαν αίματα απ’ τα μάτια τα κλαμένα, να βυθιστούμε μέσα τους,
να κοιταχτούμε σαν να μην υπάρχει φως, να θυμηθούμε τα σκοτεινά φιλιά μας,
να βάλεις χώμα στις παλάμες μου να καλυφθούν οι τρύπες κι έπειτα
εκείνες τις ρυτίδες πάνω στο πρόσωπό σου που δεν υπήρχαν μέχρι χθες
να μάθω να διαβάζω, να μη συμβιβαστώ, να σε γνωρίσω.
Ατενίζω τα ποτάμια του κορμιού σου κι αναπόφευκτα ο χρόνος παγώνει όλες τις σκέψεις μου.
Ετούτη η στιγμή ξεκίνησε κάποτε,
τότε που δεν υπήρχαν ορισμοί μόνο υποθέσεις,
τελειώνει σήμερα
και θα ‘ταν μάλλον ένα ψέμα αν δεν είχαμε την ώρα της συνάντησης
με τα συμβάντα των ονείρων μαζί κι οι δυο αναφωνήσει εσύ.
Το δικό μου όνειρο δεν έχει διάρκεια ποτέ δεν είχε, μόνο κυλά.
Κυλά και χάνεται μέσα στην αγκαλιά σου, όπως η ομορφιά της στάχτης που σκορπάς,
το βλέμμα της Ανατολής από ψηλά κι ένα σβησμένο τσιγάρο ανάμεσα στα βήματα μας.

000

Comments (0)

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*