Ν υ χ τ ε ρ ι ν ή Μ ε τ α β ο λ ή
Φτάναμε πάντα πιο νωρίς
κοιτάζαμε με θάρρος τα δανεισμένα κτίρια της νυχτωμένης πόλης
κι ο δρόμος μας αντίθετα στο ρεύμα της καρδιάς
να υπομένει μάταια τα πεθαμένα αγγίγματα,
τις κομμένες κλήσεις που γεμίζανε τασάκια και το κακό συντακτικό μας.
(λες να μας το χρωστούσε;)
Μεγαλώνοντας τον οίκτο
άφηνα πίσω τις κρυψώνες μας, ανεβοκατέβαινα δρόμους,
από μόνιμος κάτοικος έγινα περαστική
άπλωσα χέρια σ’ ανώνυμους τυχαίους επισκέπτες
δεν είχα ανάγκη πια τον ουρανό να δώσει νόημα σε αντικείμενα και λέξεις.
Το τέλος έγινε αρχή
οι ευχές μου κάηκαν σε κάποια αντάμωση που δεν μπορώ να θυμηθώ
κι ανάθεμα αν μάθω το γιατί
θα νοσταλγώ όσα ποτέ δε ζήσαμε.
Μέτρησα χίλιες παύσεις ίσως και παραπάνω
να ενώσουνε τα στήθη μας στις δύσκολες στιγμές κι ακούγεται γελοίο
το αναστέναγμα του χρόνου ανατριχιάζει το δεξί μου χέρι
σαν να μου απομένει λίγο μυαλό ακόμη για να χάσω.
Comments (0)