Πνεύμα

 

Π ν ε ύ μ α

 

Φοβάμαι την ομίχλη των ημερών
που γνώρισα βυθίζοντας το βλέμμα μου
στα παγωμένα σου χαμόγελα.
Παραπατώντας βρέθηκα εκεί
που η σιωπή σου γέμιζε ότι έμοιαζε δικό μας, αγαπημένο μήνυμα, φερμένο κι αφημένο
πλάι σε χάρτινες υποσχέσεις
και μουσκεμένα δέντρα.
Όσες φωτιές κι αν άναψαν, απόδειξη καμία.
Τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν
και σέρνουνε στο θάνατο τους συνειρμούς μου.
Πριν χρόνια σε άκουσα να μιλάς για αυτές, μετά τις ξέχασες.
Αναρωτήθηκες, μονολόγησες, έκλαψες;
Βρήκα ένα βάθος, ας πέσουμε μαζί.
Ας πνίξουμε στο χάος του τα δανεισμένα νιώθω μας.
Χθες ήταν νωρίς αλλά σήμερα; Τρίφτηκαν τα χέρια μας αναζητώντας φως, υπενθυμίζοντας σ’ εκείνους τους νεκρούς
με τα λευκά μαντήλια πως κάτω απ’ τα σώματα κι ανάμεσα στα χώματα νικήθηκε η μάχη.
Φοβάμαι το σκοτάδι μόνο όταν είμαστε μαζί.
Όνειρα και γνωριμίες, ποιοι θέλησαν
και για ποιο λόγο να γαληνέψουν τις ψυχές μας μέσα σε τούτο τον νυσταγμένο πόλεμο·
η ερώτηση παραμένει αναπάντητη μπροστά σε τρύπια, ματωμένα αγάλματα
κι εγώ απέναντι, με αγωνία να φυλάω
όλες μου τις ανάσες για σένα
βυθισμένη στα ποτάμια των καιρών.
Ένα πανάρχαιο παιχνίδι.
Ότι κι αν ήταν αυτή η τραγωδία την ονομάσαμε ζωή και θα περάσει, σου είπα καθώς έκοβα ένα ένα τα δάχτυλά σου στο μυαλό μου, λίγο ακόμα και θα ‘τανε δικά μου. Οι προσευχές κι ο θάνατος με τοποθέτησαν εδώ και κάθε χτύπος της καρδιάς μου
σαν βήμα σε ναρκοπέδιο επάνω,
ξανά ως το επόμενο πρωί.
Γραμμένες οι σιωπές σε λέξεις στο σώμα σου το άγιο γυρίζουν, μετρήθηκαν οι αγώνες μοιράστηκαν τα δώρα,
τ’ απελπισμένα μάτια μου τι σου θυμίζουν;
Ίσως τα δυστυχώς σου μέτρησα πολλές φορές κι επάνω τους το κουρασμένο μου κεφάλι έγειρα για να μουδιάσω τους πόνους και τ’ αγκομαχητά με το φιλί που χάριζαν τα ψέματα σαν γλύκαιναν τη λύπη.
Για δες που τώρα πια είμαι εγώ αυτή που κλείνεις.
Σε συγχωρώ ξανά.
Οι άνθρωποι, οι άνθρωποι πάντα αυτοί,
δεν έμαθαν ποτέ τον λόγο, πλημμύρα η ανακούφιση όταν στα δυο μου γόνατα το χάδι σου μυρίζω και υποπτεύομαι τη μνήμη σου.
Σαν φύλλο φθινοπωρινό η αγάπη σου
στον άνεμο γυρίζει και μου θυμίζει πια
πως σ’ όλα υπάρχει τέλος.
Παιδεύτηκα πολύ απλώνοντας μαύρα κουρελιασμένα υφάσματα, τυλίγοντας νωχελικά ότι απέμεινε απ’ τους φίλους
που ξέθαψα για χάρη σου,
ένα ανήσυχα φωτισμένο βράδυ,
σαν να μαθες με μιας όλα μου τα μυστικά.
Θα έπρεπε να ξέρω ήδη
σε ποιας πλευράς το δρόμο βρίσκεσαι,
ποιας όχθης τα ματωμένα πόδια σου
το χώμα τριγυρίζουν.
Ματαιότητα.
Η γνώση κόστισε πόνους κι οι πόνοι κομμάτιασαν την έρημη φωνή μου,
τώρα ανάβω φωτιές να γεμίσω στάχτη
κάθε άδεια λέξη σου, να ζεστάνω τη φυγή.
Όταν τριγύρω σου πυκνώνει η φυλλωσιά του χάους, πως φεύγεις και πως γυρνάς;
Πως έμαθες να μη φοβάσαι;
Και στην οδό της λήθης, σβησμένο χρώμα δεκατρία, στο πηγάδι της χορταριασμένης μας αβύσσου πέφτεις και μεθυσμένα μου γελάς.

000

Comments (0)

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*