Καθημερινή Απουσία

 Κ α θ η μ ε ρ ι ν ή   Α π ο υ σ ί α

 

 

Ο Ιανουάριος, ο χθεσινός,
ο μετρημένος μ’ ελπίδες κλειδωμένες σε ληγμένα τενεκεδάκια φτηνών
αναπολήσεων, κονσερβοποιημένα όνειρα, τα ανοίγεις κάποτε
η προσπάθεια ήταν υπέρμετρη, τώρα λες,
θα μυρίσω τη φύση που ανθίζει ή τουλάχιστον τα χέρια του
μετά κυλούν περίπου τρία χρόνια αλλά οι δείκτες δείχνουν δώδεκα και πέντε
οι δείκτες δείχνουν, ένα ατύχημα βάφει τους τοίχους που συγκρατούν την ώρα μας κόκκινους
οι δείκτες δείχνουν, κάνουν μια τίμια λιγάκι άσκοπη δουλειά, τουλάχιστον για σένα
φαντάζεσαι ήχους, το ραδιόφωνο έχει χαλάσει, η ακοή σου επίσης, ποντάρεις
κι ύστερα πας πάσο, μαθαίνεις τον όρο φούγκα, η προσπάθεια τώρα
μοιάζει έννοια υπερεκτιμημένη, στέκεσαι εμπρός στο δυτικό παράθυρο, σιγουρεύεσαι
δώδεκα και κάτι, θυμάσαι μιαν άλλη μέρα, ανακαλύπτεις ξαφνικά
σε τι χρησίμευσαν τόσες μαύρες γραβάτες ριγμένες σ΄ ένα κρεβάτι μονό,
άβολες υπενθυμίσεις, χαμογελάς διότι υπήρξες ειδωλολάτρης
οι κουρτίνες των απέναντι μπλέκονται στα πόδια σου, στο μυαλό σου βρίσκεις παρκαρισμένο ένα αυτοκίνητο, γίνεσαι αδιάκριτη, απλώνεις την ανάσα σου στο κάθισμα του οδηγού,
τυλίγεις στις κουρτίνες τους δέκα πακέτα τσιγάρων, άδεια
του τα παραχωρείς χωρίς σημείωμα, πρέπει κάπως να θυμάσαι
υποφέρεις για να θυμάσαι, μισείς τα αποφθέγματα, γράφεις κάθε μέρα από ένα
το νεκροταφείο βλέπει στο σπίτι σου και όχι το αντίθετο,
αρμονικές υποσχέσεις σε θεούς της γειτονιάς και του πεζοδρομίου
υποσχέσεις που προκαλούν προσωρινή ασφάλεια, προπαντός
σε αυτούς που δεν σκοπεύουν να τις τηρήσουν
τα βήματά του ηχούν ανάμεσα σε δυο σταθμούς εγκαταλελειμμένους, εκκωφαντικά
οι δείκτες δείχνουν, κάνουν μια κάπως πρόστυχη δουλειά
ανεβάζεις το κεφάλι σου στην ταράτσα κρατώντας το σφιχτά, σαν τσάντα γεμάτη μ’ άχρηστα αντικείμενα μιας και μοναδικής χρήσης, δεν σε αφορά ποιος θα σε θυμάται πια
αλλά βουρκώνεις
το κεφάλι σου βαραίνει και στάζει, εύχεσαι να μπορούσες να το αποχωριστείς,
μουσκεύεις τα πόδια σου με λευκή μπογιά, κλεμμένη από κάποιο εξόριστο εκκλησάκι, μετανιώνεις, μάχεσαι να ανακαλέσεις την ακριβή ημερομηνία
οι προσευχές σου ήταν πάντοτε αφηρημένες
δώδεκα και μισή, βουλιάζουν στιγμές μεθυσμένες μπροστά στα μάτια σου
επιδεικτικά τις κλοτσάς
αναρωτιέσαι πως βρέθηκες τόσο νωρίς τόσο κοντά
η πόρτα είναι κλειδωμένη, αριθμείς τους παλμούς σου, φοβάσαι πως τα κλειδιά έχουν πεταχτεί μαζί με τα σκουπίδια στον κάδο της Φιλεταίρου, ορκίζεσαι να ταιριάξεις το χρώμα της βροχής με το τέλος σου, διαλύεις τους τοίχους με φωνές σπαρακτικές, υπερβάλλεις
το πάτωμα γεμίζει πρόκες, σε αγκαλιάζει, η πόλη ξεχωρίζει, είναι στ’ αλήθεια πλέον αδειανή ανακουφίζεσαι πως ίσως τώρα σε χωρέσει,
φαντάζεσαι ήχους, το ραδιόφωνο δεν έχει χαλάσει, διπλώνεις τα παράπονά σου τακτικά έρχεται η ώρα να σερβίρεις μια πρόωρη ωμότητα
δεν ξέρεις να μπλοφάρεις μα δεν πανικοβάλλεσαι, η διασπορά της αγνότητας
επιτυγχάνεται με λήξη προβολής φιλμ νουάρ από τα ουρλιαχτά γατών σε οίστρο,
οι υπόλοιποι παίκτες σιωπούν, υψώνεις τον τόνο της φωνής σου, ρίχνεις
το τελευταίο σου χαρτί, είναι Ιανουάριος αλλά η ζέστη σου καίει το στέρνο
Ιανουάριος ο θεριστής, ξεντύνεσαι, σε βλέπουν τα παιδιά των παραλίγο,
κερδίζεις
σ’ ένα καρέ τυφλών, τώρα πια ακούς
τις γνωστές σου μελωδίες σαν το πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν, οι κουρτίνες των απέναντι τυλίξαν το κεφάλι σου δίχως καμιά δική σου πρωτοβουλία, φταίει το ύψος, θα πεις
διαλέγεις μια ορισμένη ώρα, δώδεκα και πέντε, θέλεις δεν θέλεις
συντηρείς έναν πνιγμό.

000

Comment (1)

  1. Dr.George 2 years ago

    I am speechless! Well done 👏👏

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*