Χ ω μ ά τ ι ν ο ς Ή λ ι ο ς
Μαθητεύω, σε κάποια χάρτινη κρυψώνα χωμένη, στη διεκδίκηση λέξεων
και χθες με βάφτισα ξανά με δυο παλιά ψευδώνυμα, τους αφαίρεσα τα ρω,
τους απευθύνθηκα με στόμφο μήπως και με πιστέψουν·
με την ορμή της πυρωμένης λόγχης που τρύπησε
τα σκόρπια γράμματα του ονόματός σου στο άτακτο μυαλό μου,
μ’ αυτή μιλώ για όσα δεν θέλησες ν’ ακούσεις.
Μια μοναχή και πληγωμένη σάρκα το κορμί μου,
ο χρόνος θάμπωσε κι αυτές τις λίγες στάλες ουρανού επάνω του
ποιος να το πλησιάσει;
Αυτά που χάθηκαν κι όσα καρφώθηκαν σ’ εκείνη,
είχα σκληρά προσευχηθεί δυο μήνες και τρεις μέρες
στο φως που μ’ έφτανε μεσ’ απ’ τις χαρακιές των ξεραμένων δέντρων
στο φως που έκαψε τις παγωμένες φλέβες μου, που έλιωσε κάθε αμφιβολία, ποτέ,
όσο αλλιώτικα φεγγάρια σπρώχνουν με θράσος την ψυχή μου,
να μην αναζητήσεις το γιατί και της καρδιάς το πάγωμα να μη ξαναγνωρίσεις.
Η σιγουριά που μεταβάλλεται, η αυλή μας,
παραμόρφωση μιας μαύρης θάλασσας, τα μάτια σου
κι ένα ναυάγιο ζωγραφισμένο, ο ύμνος των χεριών σου.
Ένας βωμός κακοφτιαγμένος και χιλιογκρεμισμένος,
θυσιάζεις τις μέρες που μας εγκατέλειψαν, ενόσω εγώ κλαίω
θα κατακτάς κορφές απάτητες, θ’ ανατριχιάζεις στο άκουσμα των βογκητών,
θα τρομάζεις, θα βασανίζεσαι, μα δε θα σταματάς,
θα σε παρηγορήσω κι έπειτα
ότι τραχύ αγγίξαμε θα το λειάνει η ζοφερή νυχτιά
με το λαμπρό θυμό της,
θ΄ ανοίξουν’ έπειτα τα μάτια μου στ’ αλάφρωμα του “σύντομα”
τότε είναι που θ΄ ακουμπήσει
στο σκονισμένο κομοδίνο,
εκείνο το παλιό με τα φθαρμένα αυτοκόλλητα
ότι μου στέρησε για τρεις υπόγειες αναμετρήσεις.
Οι μέρες μικραίνουν τώρα, μη με ρωτάς ποιος διάλεξε να το γνωρίζω
– εγώ στιγμές μάθαινα μόνη μου να πνίγω –
κλειδώνεις τα φεγγάρια μέσα σου, ανάβεις ακόμη μια φωτιά,
σκορπάς τα λάθη μας στη θάλασσα,
δε θα μας βρουν, μου λες ψιθυριστά.
Πάντα σε κέρδιζα με τις αόριστες προβλέψεις μου,
ένιωθα ικανή για κάτι και το ‘φερνα μπροστά σου, ήθελα να το δεις, να τ’ αγγίξεις,
να παραλλάξεις τη σιωπή,
όπως ξεκλείδωνες τα βήματα προς την αυγή της θλίψης μου
για να τη θρυμματίσεις,
εσύ απλώνεις στωικά τα πληγωμένα δάχτυλά σου,
δεν περιμένεις τίποτα.
Ήθελα να σου πω πως με στοιχειώνανε οι σκέψεις, οι μακρινές φωνές,
ο ρόχθος ενός θαλασσινού ανέμου που τύλιγε τα πένθιμα λευκά μας καλοκαίρια,
ακόμα και για ‘κείνες τις προφητικές μορφές θέλησα να σου πω,
που κάποτε οριστικά αποχαιρέτησα,
μα δεν περίμενες πάλι τίποτα,
πως είχα τ’ απλησίαστα τα μέτρα σου φέρει κοντά μου,
πως είχα κυριεύσει τ’ άγνωστο κι εσύ,
τίποτα πάλι.
Με το σβησμένο ήχο της φωνής σου κι εφτά χαμένα γράμματα να γκρεμίζουν
τα όρια της κούφιας λογικής μου προχωρώ
σε ένα απέραντο ξερό τοπίο, μόνη
κι ολοφάνερα τα μάταια πατήματά μου
πάνω στης γης το χώμα, το κόκκινο, το χιλιοπατημένο, τ’ αληθινά κατοικημένο,
το κάλεσμά της υπακούω και κάνω ένα βήμα πίσω, να σταθώ,
ν’ ανασάνω
πριν μια για πάντα αποδεχτώ το τέλος που μου μέλλει.
Τώρα, νιώθω μεγάλη και μικρή,
γεμίσαν τα πνευμόνια μου λιωμένα γιασεμιά
πετάει η ελπίδα σαν πουλί
απ’ το λαιμό μου την αποφυλακίζω
ένα γαλήνιο λιμάνι κοιτάζει μέσα μου,
ίσως να σε γυρέψω
κι ένα είναι μόνο που ζητώ,
αυτή η ρωγμή ανάμεσα στο βλέμμα μου
να λερωθεί απόψε απ’ τ’ αποτύπωμά σου.
Comments (0)