Ό τ α ν σ τ ε ρ έ ψ ο υ ν τ α σ υ ν ώ ν υ μ α
Αυτό το χέρι είναι το χέρι σου
νομίζω
με παγίδεψαν οι αποστάσεις
και χθες προσπέρασα το δρόμο μας
δεν μ’ αρέσουνε τα τρένα
όλο φεύγουν κι
αυτές οι ράγες είναι οι ράγες μου
νομίζω
τρέμω πια να προχωρήσω
μη τυχόν και μάθω πως
δεν έχω που να πάω.
Όχι πως σου παραπονιέμαι
μα
κοίτα να δεις
εδώ γερνάμε συλλαβίζοντας λυγμούς
και δεν λυπάμαι να στο πω
τ’ αναρριχώμενά σου επίθετα
τα γκρέμισε το τρίξιμο
μιας φευγαλέας υπόσχεσης
δεν φτάσανε τα πάθη σου – να τα συγκρατήσουν
πέσανε πάνω μας
θάψανε μες τη σκόνη τους
τα όνειρα που φαντασιωθήκαμε
νομίζω
το τραπεζάκι μας
τη γλίτωσε
κι ένα τασάκι
για ένα τσιγάρο τελευταίο
θρυαλλίδα της στιγμής
μια λακκούβα από δέρμα.
Μετρώ τα δρομολόγια όπως τις
λάμψεις στο ταβάνι
νομίζω
– κάτι βράδια ανασαίνω –
λιμνάζουνε τα σ’ αγαπώ μας
κι αρνούμαι πια
να τα περιμαζέψω
κυκλικά περιστρέφομαι
γύρω τους
ακούω ένα χτυποκάρδι
πάλι αστόχησε.
Ανέχομαι τις αποστάσεις μισού λεπτού
και κάτω
απ΄ τα πόδια μας κυλάει
το μεγάλο ποτάμι
καθρέφτης μας και φταίχτης μας
παλεύεις μες το στόμα μου
κι έπειτα
μπλέκεσαι φοβισμένος στα μαλλιά μου
νομίζω
κάπου εκεί λησμόνησα όλα
τα παραμύθια
δεν έχω τίποτ’ άλλο
πως θα σ’ ανακουφίσω;
Οι δείκτες συγκρουστήκανε
δίχως τον παραμικρό ήχο
αλλάζουν όψη οι σιωπές
γίνονται υποφερτές
αφήσαμ’ ένα κόσμο ατέλειωτο
νομίζω
βρήκε μια θέση μέσα μου
ο χρόνος.
Πόσες βραδιές κρατάει μια νύχτα;
Γδέρνουμε τα γόνατά μας
σκάβουμε
και ξανασκάβουμε
να βρούμε
την ευσπλαχνία της αγάπης
και βρίσκουμε μονάχα χώμα.
Comments (0)